- κελλαρικάριος
- κελλαρικάριος, ὁ (Α)πάπ. ο κελλάρης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κελλαρικόν + κατάλ -άριος (< λατ. -arius), πρβλ. δρουγγ-άριος, κηρουλ-άριος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κελλικάριος — κελλικάριος, ὁ (Α) οικονόμος, κελλάρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κελλαρικάριος (με συλλαβική ανομοίωση ή απλολογία) < κέλλα] … Dictionary of Greek